- υδροχρωματίζω
- υδροχρωμάτισα, υδροχρωματίστηκα, υδροχρωματισμένος, μτβ.1. χρωματίζω με υδρόχρωμα (βλ. λ., 2).2. χρωματίζω με υδρόχρωμα (βλ. λ., 3).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.