υδροχρωματίζω

υδροχρωματίζω
υδροχρωμάτισα, υδροχρωματίστηκα, υδροχρωματισμένος, μτβ.
1. χρωματίζω με υδρόχρωμα (βλ. λ., 2).
2. χρωματίζω με υδρόχρωμα (βλ. λ., 3).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • υδροχρωματίζω — Ν 1. χρωματίζω με υδρόχρωμα 2. επιχρίω μια επιφάνεια με χρωματισμένο γαλάκτωμα ασβέστη. [ΕΤΥΜΟΛ. < υδρόχρωμα, ατος. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • υδροχρωματισμός — ο, Ν [υδροχρωματίζω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού υδροχρωματίζω 2. επικάλυψη επιφανειών με υδρόχρωμα για προστασία της αντίστοιχης επιφάνειας από την υγρασία αλλά και για αισθητικούς λόγους …   Dictionary of Greek

  • υδροχρωμάτιση — η, Ν [υδροχρωματίζω] ο υδροχρωματισμός …   Dictionary of Greek

  • υδροχρωμάτισμα — το, Ν [υδροχρωματίζω] ο υδροχρωματισμός …   Dictionary of Greek

  • υδροχρωματιστής — ο, Ν [υδροχρωματίζω] τεχνίτης ειδικός στους υδροχρωματισμούς …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”